socialisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- socialisto < socialist- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | socialisto | socialistoj |
αιτιατική | socialiston | socialistojn |
socialisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | socialisto | socialistoj |
αιτιατική | socialiston | socialistojn |
socialisto (eo)