ενικός         πληθυντικός  
soapbox soapboxes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
soapbox < soap (σαπούνι) + box (κουτί)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsəʊpbɒks/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

soapbox (en)

  1. (κυριολεκτικά) καφάσι μεταφοράς ή αποθήκευσης σαπουνιών
    (κατ’ επέκταση) καφάσι για κάθε προϊόν
  2. (ιστορία) υπερυψωμένο βάθρο απ' όπου γίνονται ανεπίσημες δημόσιες ομιλίες

Παράγωγα

επεξεργασία
  • soapboxer (ομιλητής σε δημόσιο χώρο)
  • soapboxing (ομιλία σε δημόσιο χώρο, το δικαίωμα ελευθερίας λόγου)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • soapbox στην αγγλική Βικιπαίδεια