Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας slow down
γ΄ ενικό ενεστώτα slows down
αόριστος slowed down
παθητική μετοχή slowed down
ενεργητική μετοχή slowing down

  Ετυμολογία επεξεργασία

slow down < → δείτε τις λέξεις slow και down

  Ρήμα επεξεργασία

slow down (en)

  • επιβραδύνω, φρενάρω, μειώνω ταχύτητα
    Conservative ideas slow down progress.
    Οι συντηρητικές ιδέες φρενάρουν την πρόοδο.

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία