sindromo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sindromo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sindromo | sindromoj |
αιτιατική | sindromon | sindromojn |
sindromo (eo)
- το σύνδρομο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sindromo | sindromoj |
αιτιατική | sindromon | sindromojn |
sindromo (eo)