Ετυμολογία en

επεξεργασία

sidereal< λατινική sidereus < sidus (άστρο)

ΔΦΑ : /saɪˈdɪəɹi.əl/ {βρετανική)

sidereal (en)

  1. αστρικός
  2. (αστρονομία) που σχετίζεται με μέτρηση χρόνου, σχετικής με τη θέση των άστρων