- shit talk < → δείτε τις λέξεις shit και talk
shit talk (en)
- (ιδιωματισμός, χυδαίο, αργκό) θάβω, κακολογώ
- ⮡ He’s always shit talking them behind their backs.
- Συνέχεια τους θάβει πίσω από την πλάτη τους.
- ⮡ Who are you shit talking again?
- Ποιον θάβετε πάλι;
- ⮡ We shit talked (about) you while you were out.
- Σε θάψαμε την ώρα που έλειπες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slander