senvola
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- senvola < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senvola | senvolaj |
αιτιατική | senvolan | senvolajn |
senvola (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senvola | senvolaj |
αιτιατική | senvolan | senvolajn |
senvola (eo)