senlaborulo
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senlaborulo | senlaboruloj |
αιτιατική | senlaborulon | senlaborulojn |
senlaborulo (eo)
- ο άνεργος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senlaborulo | senlaboruloj |
αιτιατική | senlaborulon | senlaborulojn |
senlaborulo (eo)