self-pity
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌselfˈpɪt.i/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌselfˈpɪt̬.i/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
self-pity (en) (μη μετρήσιμο) (κακόσημο)
- η αυτολύπηση
- ※ 2020 Matt Haig (Ματ Χέιγκ), The Midnight Library [Μεσάνυχτα στη Βιβλιοθήκη] (2020), The Chessboard. [μυθιστόρημα] σελ.62. ISBN 978-1-78689-270-6
- […] That is just me. I add nothing. I am wallowing in self-pity. I want to die.
- Απλά αυτή είμαι. Δεν προσφέρω τίποτα. Βυθίζομαι στην αυτολύπηση. Θέλω να πεθάνω.
- Απόδοση: το Βικιλεξικό.
- […] That is just me. I add nothing. I am wallowing in self-pity. I want to die.
- ※ 2020 Matt Haig (Ματ Χέιγκ), The Midnight Library [Μεσάνυχτα στη Βιβλιοθήκη] (2020), The Chessboard. [μυθιστόρημα] σελ.62. ISBN 978-1-78689-270-6
- η μεμψιμοιρία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη self-
- self-pitying
- self-pityingly
Αναφορές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- αυτολύπηση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- self-pity - Cambridge Dictionary online
- Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.
- self-pity - Oxford Learner's Dictionaries
- self-pity - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.