sektoro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sektoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sektoro | sektoroj |
αιτιατική | sektoron | sektorojn |
sektoro (eo)
- ο τομέας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sektoro | sektoroj |
αιτιατική | sektoron | sektorojn |
sektoro (eo)