Ετυμολογία

επεξεργασία
sedo < sedeo

sedo

  1. (κυριολεκτικά) κάνω κάποιον να καθίσει
  2. παύω
  3. καταστέλλω
  4. κατευνάζω
  5. καταπραΰνω
  6. σβήνω