scienco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | scienco | sciencoj |
αιτιατική | sciencon | sciencojn |
scienco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | scienco | sciencoj |
αιτιατική | sciencon | sciencojn |
scienco (eo)