sceptro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sceptro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sceptro | sceptroj |
αιτιατική | sceptron | sceptrojn |
sceptro (eo)
- το σκήπτρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sceptro | sceptroj |
αιτιατική | sceptron | sceptrojn |
sceptro (eo)