sarkasmo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sarkasmo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sarkasmo | sarkasmoj |
αιτιατική | sarkasmon | sarkasmojn |
sarkasmo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sarkasmo | sarkasmoj |
αιτιατική | sarkasmon | sarkasmojn |
sarkasmo (eo)