sardelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sardelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sardelo | sardeloj |
αιτιατική | sardelon | sardelojn |
sardelo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sardelo | sardeloj |
αιτιατική | sardelon | sardelojn |
sardelo (eo)