salebra
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- salebra < salio + -bra < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sel- + *-dʰrom
Ουσιαστικό επεξεργασία
salebra θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | salebra | salebrae |
γενική | salebrae | salebrārum |
δοτική | salebrae | salebrīs |
αιτιατική | salebram | salebrās |
κλητική | salebra | salebrae |
αφαιρετική | salebrā | salebrīs |
Απόγονοι επεξεργασία
salebra (λατινικά)
Πηγές επεξεργασία
- salebra - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.