salato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | salato |
αιτιατική | salaton |
salato (eo)
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
salato (it)
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | salato |
αιτιατική | salaton |
salato (eo)
salato (it)