sãrmãnitsã
Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sãrmãnitsã < ... < παλαιά αρμενική սերմն (sarmn)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsãrmãnitsã (roa-rup) θηλυκό (πληθυντικός sãrmãnitsã)
sãrmãnitsã (roa-rup) θηλυκό (πληθυντικός sãrmãnitsã)