rubusarbeto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rubusarbeto | rubusarbetoj |
αιτιατική | rubusarbeton | rubusarbetojn |
rubusarbeto (eo)
- ο βάτος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rubusarbeto | rubusarbetoj |
αιτιατική | rubusarbeton | rubusarbetojn |
rubusarbeto (eo)