rosmaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rosmaro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rosmaro | rosmaroj |
αιτιατική | rosmaron | rosmarojn |
rosmaro (eo)
- (ψάρι) ο ιππόκαμπος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rosmaro | rosmaroj |
αιτιατική | rosmaron | rosmarojn |
rosmaro (eo)