• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

romano

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : Romano

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Εσπεράντο (eo)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
  • 2 Ιταλικά (it)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Επίθετο
    • 2.3 Ουσιαστικό

Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

romano < roman- + -o

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική romano romanoj
αιτιατική romanon romanojn

romano (eo)

  • το μυθιστόρημα



Ιταλικά (it)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

romano < λατινική romanum

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό romano romani
θηλυκό romana romane

romano (it)

  1. τα προάστια της Ρώμης
  2. ρωμαϊκό δίκαιο
  3. η εκκλησία της Ρώμης

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

romano (it)

  1. ο πολίτης της αρχαίας Ρώμης
  2. ο κάτοικος της σύγχρονης Ρώμης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=romano&oldid=5583240"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2022, στις 14:30

Γλώσσες

    • Brezhoneg
    • Català
    • Čeština
    • Deutsch
    • English
    • Español
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Ido
    • Italiano
    • 한국어
    • Кыргызча
    • ລາວ
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Tagalog
    • Türkçe
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2022, στις 14:30.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie