rikoltilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rikoltilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rikoltilo | rikoltiloj |
αιτιατική | rikoltilon | rikoltilojn |
rikoltilo (eo)
- το δρεπάνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rikoltilo | rikoltiloj |
αιτιατική | rikoltilon | rikoltilojn |
rikoltilo (eo)