return value
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
return value | return values |
return value (en)
- (πληροφορική) η τιμή επιστροφής συνάρτησης
- Συντομογραφία: retval
Δείτε επίσης επεξεργασία
- return value στην αγγλική Βικιπαίδεια