Δείτε επίσης: résident

Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
resident residents

  Ουσιαστικό επεξεργασία

resident (en)

  1. ο κάτοικος
    a Greek resident of Düsseldorf - Ελληνίδα κάτοικος Ντίσελντορφ
  2. ειδικευόμενος γιατρός

  Πηγές επεξεργασία