Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

remnant (en)

  1. απομεινάρι, απολειφάδι
  2. ρετάλι, υπόλοιπο από τόπι υφάσματος ή άλλου εμπορεύματος