rekta
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rekta < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rekta | rektaj |
αιτιατική | rektan | rektajn |
rekta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rekta | rektaj |
αιτιατική | rektan | rektajn |
rekta (eo)