Ετυμολογία

επεξεργασία
reichen < λείπει η ετυμολογία

reichen

  1. δίνω, περνάω τροφή ή ποτό σε κάποιον στο τραπέζι, σερβίρω
    ⮡ Bitte reich mir das Salz. -Σε παρακαλώ, πέρασέ μου το αλάτι.
    ⮡ Die Kellner reichen den Nachtisch - Οι σερβιτόροι σερβίρουν το επιδόρπιο
    ⮡ Reichen wir uns die Hand. - Ας δώσουμε τα χέρια
  2. φτάνω (μέχρι, έως)
    ⮡ Der Turm reicht fast bis zum Himmel - Ο πύργος φτάνει σχεδόν μέχρι τον ουρανό.
  3. φτάνω, επαρκώ
    ⮡ Sein Geld reichte nicht, um sich das Buch zu kaufen - Δεν του έφταναν τα χρήματα για να αγοράσει το βιβλίο

Δείτε επίσης

επεξεργασία