refleksivo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- refleksivo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | refleksivo | refleksivoj |
αιτιατική | refleksivon | refleksivojn |
refleksivo (eo)
- (γραμματική) η αυτοπάθεια