racial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | racial |
συγκριτικός | more racial |
υπερθετικός | most racial |
Επίθετο
επεξεργασίαracial (en)
- φυλετικός
- ⮡ racial prejudices - φυλετικές προκαταλήψεις
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | racial | raciaux |
θηλυκό | raciale | raciales |
Επίθετο
επεξεργασίαracial (fr)