révolté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | révolté | révoltés |
θηλυκό | révoltée | révoltées |
révolté (fr)
- επαναστατημένος, που έχει εξεγερθεί
Δείτε επίσης : révolte |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | révolté | révoltés |
θηλυκό | révoltée | révoltées |
révolté (fr)