Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

réunionite < réunion + -ite

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
réunionite réunionites

réunionite (fr) θηλυκό