réunionite
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
réunionite | réunionites |
réunionite (fr) θηλυκό
- (οικείο) ο πολλαπλασιασμός των συγκεντρώσεων σε μια εταιρεία, οργανισμό, κ.α., συνήθως χωρίς επαρκή λόγο