Ετυμολογία

επεξεργασία
réduc < réduction
ΔΦΑ : /re.dyk/

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
réduc réducs

réduc (fr) θηλυκό

(οικείο) η έκπτωση

Συγγενικά

επεξεργασία