pumiko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pumiko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pumiko | pumikoj |
αιτιατική | pumikon | pumikojn |
pumiko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pumiko | pumikoj |
αιτιατική | pumikon | pumikojn |
pumiko (eo)