ενικός         πληθυντικός  
public limited company public limited companies

Ετυμολογία

επεξεργασία
public limited company <  δείτε τις λέξεις public, limited και company

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

public limited company (en)

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία