Ετυμολογία

επεξεργασία
psyche < λατινική psyche < αρχαία ελληνική ψυχή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

psyche (en)

  1. ψυχή, πνεύμα, νους
  2. (ψυχολογία) πνευματική, νοητική, εγκεφαλική και συμπεριφορική ιδιοσυγκρασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • mental idiosyncrasy

Δείτε επίσης

επεξεργασία