psyche
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- psyche < λατινική psyche < αρχαία ελληνική ψυχή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
psyche (en)
Συνώνυμα
επεξεργασία- mental idiosyncrasy
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Psyche (psychology) στην αγγλική Βικιπαίδεια