prudento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prudento | prudentoj |
αιτιατική | prudenton | prudentojn |
prudento (eo)
- η σοφία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prudento | prudentoj |
αιτιατική | prudenton | prudentojn |
prudento (eo)