promontoro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- promontoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | promontoro | promontoroj |
αιτιατική | promontoron | promontorojn |
promontoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | promontoro | promontoroj |
αιτιατική | promontoron | promontorojn |
promontoro (eo)