ενικός         πληθυντικός  
prognosis prognoses
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

prognosis (en)

  • (ιατρική) η πρόγνωση, μια γνώμη, βασισμένη στην ιατρική εμπειρία, σχετικά με την πιθανή ανάπτυξη μιας ασθένειας
    ⮡  What prognosis did the doctor make?
    Τι πρόγνωση έκανε η γιατρός;