profissional
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
profissional (pt)
- επαγγελματικός, σχετικός με επάγγελμα
- ο καλός επαγγελματίας, που δεν είναι ερασιτέχνης
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
profissional | profissionais |
Ουσιαστικό επεξεργασία
profissional (pt)