Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

profissional (pt) profissão

  Επίθετο επεξεργασία

profissional (pt)

  1. επαγγελματικός, σχετικός με επάγγελμα
  2. ο καλός επαγγελματίας, που δεν είναι ερασιτέχνης
ενικός πληθυντικός
profissional profissionais

  Ουσιαστικό επεξεργασία

profissional (pt)