produktiveco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- produktiveco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | produktiveco | produktivecoj |
αιτιατική | produktivecon | produktivecojn |
produktiveco (eo)