problemo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | problemo | problemoj |
αιτιατική | problemon | problemojn |
problemo (eo)
- το πρόβλημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | problemo | problemoj |
αιτιατική | problemon | problemojn |
problemo (eo)