prezaltigo
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prezaltigo | prezaltigoj |
αιτιατική | prezaltigon | prezaltigojn |
prezaltigo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prezaltigo | prezaltigoj |
αιτιατική | prezaltigon | prezaltigojn |
prezaltigo (eo)