Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

presumed (en)

  1. αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του presume


  Επίθετο επεξεργασία

presumed (en)

  1. υποτιθέμενος, θεωρούμενος, αυτός που φαίνεται να είναι ο πιθανότερος, που τεκμαίρεται ότι είναι ο σωστός