pranepo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pranepo | pranepoj |
αιτιατική | pranepon | pranepojn |
pranepo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pranepo | pranepoj |
αιτιατική | pranepon | pranepojn |
pranepo (eo)