préventif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- préventif < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préventif | préventifs |
θηλυκό | préventive | préventives |
préventif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préventif | préventifs |
θηλυκό | préventive | préventives |
préventif (fr)