Ετυμολογία

επεξεργασία
prérogative < παλαιά γαλλική prerogative

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁe.ʁɔ.ɡa.tiv/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prérogative prérogatives

prérogative (fr) θηλυκό