power user
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαpower user (en)
- έμπειρος χρήστης
- (πληροφορική) ο «προχωρημένος» χρήστης, που έχει περισσότερες γνώσεις από τον τελικό χρήστη (end user) στις λειτουργίες του υλικού (hardware) και του λογισμικού (software)[1]
- (πληροφορική) σε μιά εταιρία ο χρήστης που αν και δεν έχει γνώσεις προγραμματισμού γνωρίζει τι πρέπει να κάνει ή τι θα έπρεπε να κάνει το λογισμικό (software), οπότε καθοδηγεί τους προγραμματιστές στην επέκτασή του, καταγράφει τις απαιτήσεις των χρηστών, συμμετέχει στις δοκιμές και εκπαιδεύει τους τελικούς χρήστες[2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- power user στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ (αγγλικά) Power user. Προσπέλαση 2020-04-23
- ↑ (αγγλικά) Power User's Guide. Προσπέλαση 2020-04-23