Ετυμολογία

επεξεργασία
pourvu que:  δείτε τη λέξη pourvu μετοχή αορίστου του pourvoir & que

pourvu que (fr)

  1. αρκεί να, υπό τον όρο..., εάν, εφόσον
  2. μακάρι, είθε, άμποτε