Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
porte-à-porte porte-à-porte

porte-à-porte (fr) αρσενικό άκλιτο

  • από πόρτα σε πόρτα
Faire du porte-à-porte. Πηγαίνω από πόρτα σε πόρτα.