pleto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pleto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pleto | pletoj |
αιτιατική | pleton | pletojn |
pleto (eo)
Δείτε επίσης : Pletó |
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pleto | pletoj |
αιτιατική | pleton | pletojn |
pleto (eo)